- ξηροτροφικός
- ξηροτροφικός, -ή, -όν (Α)(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόνη εκτροφή ζώων τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -τροφικός (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο-τροφικός]:
Dictionary of Greek. 2013.